- λαγοπόδαρος
- -η, -ο1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαροα) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούριβ) πόδι σφαγμένου λαγού που χρησιμοποιούσαν άλλοτε στα σχολεία για το σβήσιμο τού πίνακαγ) το σβήσιμο τών χρεών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + -πόδαρος (< πόδι + κατάλ. -αρος)].
Dictionary of Greek. 2013.