λαγοπόδαρος

λαγοπόδαρος
-η, -ο
1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού
2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια
3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο
α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι
β) πόδι σφαγμένου λαγού που χρησιμοποιούσαν άλλοτε στα σχολεία για το σβήσιμο τού πίνακα
γ) το σβήσιμο τών χρεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + -πόδαρος (< πόδι + κατάλ. -αρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Αρόλδος — I (Harold). Εξελληνισμένο όνομα δύο βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Α. Α’ o Λαγοπόδαρος (Harold Harefοot, ; – 1040). Βασιλιάς της Αγγλίας (1037 40). Γιος του Κανούτου του Μεγάλου, τον οποίο διαδέχτηκε στη βασιλεία της Αγγλίας. 2. Α. Β’ (1022 – 1066).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”